κωλικός

κωλικός
Κοιλιακός πόνος μεγάλης έντασης, που οφείλεται σε σπασμό ενός κοίλου σπλάχνου· ο εντοπισμός και η αντανάκλασή του εξαρτώνται από το ενεχόμενο όργανο. Ο σπασμός των χοληφόρων οδών προκαλεί, για παράδειγμα, τον αποκαλούμενο κ. του ήπατος, κατά τον οποίο ο πόνος εντοπίζεται στο δεξιό υποχόνδριο και αντανακλάται προς τον σύστοιχο ώμο· ο σπασμός της νεφρικής πυέλου ή του ουρητήρα προκαλεί τον κ. του νεφρού, στον οποίο ο πόνος αντανακλάται από την οσφυϊκή χώρα προς τα εξωτερικά γεννητικά όργανα· μια κρίση οξείας σκωληκοειδίτιδας προκαλεί τον σκωληκοειδιτικό κ., που εντοπίζεται στον δεξιό λαγόνιο βόθρο· συχνότερος είναι ο κ. του εντέρου, που συνοδεύει τις εντεροκολίτιδες και οφείλεται σε σπασμό των μυϊκών ινών του εντέρου.
* * *
και κολικός, -ή, -ό (AM κωλικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
ιατρ. το αρσ. ως ουσ. ο κωλικός
παροξυσμικός πόνος στον χώρο τής κοιλιάς και ιδίως εκείνος που προκαλείται από τη σύσπαση τών μυϊκών τοιχωμάτων ενός κοίλου οργάνου, όπως, λ.χ., νεφρικής πυέλου ή χοληφόρων οδών, τού οποίου το άνοιγμα έχει αποφραχθεί, παροδικά ή μόνιμα (α. «ηπατικός κωλικός» β. «νεφρικός κωλικός»)
νεοελλ.-μσν.
δυνατός πόνος εντέρου ή, γενικά, κάθε πόνος εντέρου
αρχ.
1. αυτός που έχει σχέση με το κόλον τού παχέος εντέρου
2. φρ. α) «κωλικὴ διάθεσις» — κωλικόπονος
β) «κωλικὰ φάρμακα» — φάρμακα με τα οποία θεραπευόταν ο κωλικόπονος.
επίρρ...
κωλικῶς
με κωλικό πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶλον, μτγν. τ. τού κόλον «τμήμα τού παχέος εντέρου», που σχηματίστηκε κατ' επίδραση τής λ. κῶλον «μέλος» και τού λατ. culus «πρωκτός» (βλ. Ρ. Chantraine, Dictionnaire etymologique de la langue grecque, λ. κόλον). Η γρφ. κολικός οφείλεται είτε σε σύνδεση με το κόλον είτε σε επίδραση ξεν. όρων, πρβλ. γαλλ. colique (< λατ. colicus < κωλικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κωλικός — suffering in the colon masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλικά — κωλικός suffering in the colon neut nom/voc/acc pl κωλικά̱ , κωλικός suffering in the colon fem nom/voc/acc dual κωλικά̱ , κωλικός suffering in the colon fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλικῶν — κωλικός suffering in the colon fem gen pl κωλικός suffering in the colon masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλικόν — κωλικός suffering in the colon masc acc sg κωλικός suffering in the colon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλικαῖς — κωλικός suffering in the colon fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλικαί — κωλικός suffering in the colon fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλικοῖς — κωλικός suffering in the colon masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλικοῖσι — κωλικός suffering in the colon masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλικοί — κωλικός suffering in the colon masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλικοῦ — κωλικός suffering in the colon masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”